χρυσοκέφαλος

χρυσοκέφαλος
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.).
* * *
-ον, ΜΑ
μσν.
1. αυτός που φορεί χρυσό στέμμα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσοκέφαλος
εκκλ. (στο Βυζ.) χαρτοφύλακας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ταυρο-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσοκέφαλος — with golden head masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσοκέφαλος, Ματθαίος — (1350 – 1425). Βυζαντινός ποιητής που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα ΜανουήλΠαλαιολόγου. Διασώθηκαν μερικά επιγράμματά του …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκέφαλε — χρυσοκέφαλος with golden head masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκέφαλοι — χρυσοκέφαλος with golden head masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nevrokopi — Gemeinde Nevrokopi Δήμος Νευροκοπίου …   Deutsch Wikipedia

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”