χρυσοκέφαλος — with golden head masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοκέφαλος, Ματθαίος — (1350 – 1425). Βυζαντινός ποιητής που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα ΜανουήλΠαλαιολόγου. Διασώθηκαν μερικά επιγράμματά του … Dictionary of Greek
χρυσοκέφαλε — χρυσοκέφαλος with golden head masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκέφαλοι — χρυσοκέφαλος with golden head masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nevrokopi — Gemeinde Nevrokopi Δήμος Νευροκοπίου … Deutsch Wikipedia
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek